- ἐμποδιστικός
- ἐμποδιστικόςtrammellingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποδιστικός — ή, ό (Α ἐμποδιστικός, ή, όν) 1. αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που είναι εμπόδιο, που γίνεται για παρακώλυση, κωλυσιεργός 2. ο απαγορευτικός … Dictionary of Greek
ἐμποδιστικῶν — ἐμποδιστικός trammelling fem gen pl ἐμποδιστικός trammelling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικόν — ἐμποδιστικός trammelling masc acc sg ἐμποδιστικός trammelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικαί — ἐμποδιστικός trammelling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικοί — ἐμποδιστικός trammelling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστική — ἐμποδιστικός trammelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικήν — ἐμποδιστικός trammelling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)